κρονάρτιο — το γένος βασιδιομυκήτων τής τάξης ουρεδινώδη, είδη τού οποίου προξενούν διάφορες ασθένειες στα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά την ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cronartium < νεώτ. λατ. cronartium] … Dictionary of Greek
πουκσίνια — και πουκινία και πουκκινία, η, Ν (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην τάξη ουρεδινώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. puccinia, από το όν. τού Ιταλού ανατόμου Tommaso Puccini] … Dictionary of Greek
προμυκήλιο — το, Ν (μυκητ.) βλαστητικός σωλήνας που αναπτύσσεται από το τελευτοσπόριο στα ουρεδινώδη και τα ουστιλαγινώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. promycelium (< προ * + μυκήλιο*)] … Dictionary of Greek
σπερμογόνιο — το, Ν βιολ. ειδικό σποριογόνο όργανο τών μυκήτων τής τάξης ουρεδινώδη το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως είδος πυκνιδίου και περιέχει μικρότατα διπλοειδή, απλοειδή ή μονοπύρηνα κύτταρα, τα σπερμάτια, αλλ. αικιδιόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek
σπορίδιο — το, Ν (μυκητ.) καθένα από τα βασιδιοσπόρια τών μυκήτων τής τάξης ουρεδινώδη και ουστιλαγινώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sporidium (< σπόρος + ίδιο)] … Dictionary of Greek
τελευτοσπόριο — το, Ν (μυκητ.) δικάρυο σπόριο που είναι χαρακτηριστικό τών μυκήτων οι οποίοι ανήκουν στις τάξεις ουρεδινώδη και ουστιλαγινώδη, αλλ. τελειοσπόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. teleutospore (< τελευτή + σπόρος)] … Dictionary of Greek
τελιομύκητες — οι, Ν (μυκητ.) κλάση βασιδιομυκήτων που περιλαμβάνει τους μύκητες εκείνους στους οποίους αναπτύσσεται αντί για βασίδιο μια μάζα σπορίων από την οποία αναπτύσσονται τελευτοσπόρια που λειτουργούν ως προβασίδια, κλάση που περιλαμβάνει τις τάξεις… … Dictionary of Greek
φραγμίδιο — το, Ν (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην τάξη ουρεδινώδη και το οποίο περιλαμβάνει 60 περίπου είδη, τα οποία χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι όλα τα στάδια τού βιολογικού κύκλου αναπτύσσονται παρασιτικά πάνω σε είδη φυτών τής… … Dictionary of Greek
βασιδιομύκητες — (basidiomycota). Υποδιαίρεση μυκήτων (μανιταριών), που περιλαμβάνει 460 γένη και 25.000 είδη, διαδεδομένα σε όλες τις χερσαίες περιοχές της Γης, ακόμα και στις πολικές. Σε υδρόβιο περιβάλλον έχουν βρεθεί μόνο δύο είδη. Οι β. έχουν μεγάλη ποικιλία … Dictionary of Greek